- επιληθω
- ἐπιλήθωэп.-ион. = *ἐπιλανθάνω См. επιλανθανω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… … Dictionary of Greek
επίληθος — ἐπίληθος, ον (Α) [επιλήθω] αυτός που φέρνει τη λήθη («νηπενθές τ’ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
επίλησις — ἐπίλησις και δωρ. τ. ἐπίλασις, ἡ (Α) [επιλήθω] λήθη, λησμονιά … Dictionary of Greek
επιλανθάνω — βλ. επιλήθω … Dictionary of Greek
ՄՈՌԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0297 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ն. ἑπιλήθω, ἑπιλανθάνω oblivisci facio, oblivionem affero. Տալ մոռանալ. մոռցընել. ... *Մոռացոյց ինձ աստուած զամենայն զվիշտս. Ծն. ՟Խ՟Ա. 51: *Մոռացուսցէ նոցա զսովորութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)